- ακομπανιαμέντο
- Μουσικός όρος. Βλ. λ. μουσική συνοδεία.
* * *(Μουσ.)ρυθμική συνοδεία* φωνητική ή οργανική μιας μελωδιάς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακομπανιαμέντο — ακομπανιαμέντο, το και ακομπανιάρισμα, το, ατος (λ. ιταλ.), μουσική υπόκρουση ή συνοδεία που ενισχύει την κύρια φωνητική ή ενόργανη μελωδία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακομπανιάρισμα — το [ακομπανιάρω] το ακομπανιαμέντο … Dictionary of Greek
κομπανιαμέντο — το ακομπανιαμέντο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. accompagnamento (< ρ. accompagnare)] … Dictionary of Greek
φυσαρμόνικα — Συχνά χρησιμοποιείται και το γαλλικό όνομα ακορντεόν. Μουσικό όργανο, στο οποίο ο ήχος παράγεται με τις δονήσεις μιας ή δύο σειρών λεπίδων που πάλλονται από τον αέρα που βγαίνει από έναν ασκό ο οποίος κινείται με το χέρι. Το άνοιγμα των βαλβίδων… … Dictionary of Greek
Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… … Dictionary of Greek
υπόκρουση — η η συνοδεία τραγουδιού ή απαγγελίας με μουσικό όργανο, ακομπανιαμέντο, ακομπανιάρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)